- εξαγκωνίζω
- ἐξαγκωνιζω (AM)δένω κάποιον πισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω(«εἷλκον... δεδεμένους ἐξαγκωνίσαντες», Διόδ. Σικ.)αρχ.σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα («ἐξαγκωνιῶ ὡδί», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγκών, κατά τα ρήματα σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.